- κατασείω
- κατασείω (AM)1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ.β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.)2. ρίχνω κάτωαρχ.1. ενοχλώ, ταράζω κάποιον («κατασείειν ἀκροατοῡ ὦτα», Φιλόστρ.)2. παροτρύνω, παρακινώ («πρὸς τὸ λέγειν κατασείειν», Ευνάπ.)3. θεραπεύω με τίναγμα4. κινώ κάτι ενδεικτικά για να κάνω νόημα («ὁ δέ... κατασείσας τὴν χεῑρα ἤθελεν ἀπολογεῑσθαι τῷ δήμῳ», ΚΔ)5. κάνω νεύμα σε κάποιον για να σιωπήσει6. κινώ το κεφάλι περιφρονητικά.
Dictionary of Greek. 2013.